- βαριοπέφτω
- αμετ.1) шлёпаться; 2) сильно ушибаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαριοπέφτω — εσα, πέφτω βαριά, άσκημα, και χτυπώ σοβαρά: Ο ηλικιωμένος βαριόπεσε από τη σκάλα και βρίσκεται στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)